κεσέμι

κεσέμι
το
το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί τα πρόβατα, μπροστάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεσέμι — το (λ. τουρκ.), το κριάρι που πηγαίνει μπροστά από τα πρόβατα και τα οδηγεί: Δεν το σφάζει, γιατί το χει κεσέμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”